Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Ιδού πώς με έκαμε ο Κύριος

Ενας Γέροντας διηγήθηκε, πώς κάποιος νεαρός κ’ oμορφος μαγιστριανός, πού υπηρετούσε στις οικονομικές υπηρεσίες του βασιλιά, είχ’ ένα φίλο άρχοντα σε μια πολιτεία, και όταν πήγαινε σ’ εκείνα τα μέρη εκόνυτευε στο σπίτι του, όπου τον δεχότανε με πολλή αγάπη κ’ εκείνος και η νεαρά γυναίκα του έτρωγε κ’ έπινε μαζί τους και κοιμότανε, είτε ήταν ο άντρας της είτε όχι στο σπίτι. Όμως, με το να συχνάζει στο σπίτι τους ο ομορφος μαγιστριανός, άρχισαν κάποιοι πονηροί λογισμοί ν’ ανεβαίνουν στην καρδιά της νέας γυναίκας, δίχως αυτός να ξέρει τίποτε. Μα κ’ εκείνη, με πολλή σωφροσύνη φερόμενη, δεν τον άφησε να ιδεί το παραμικρό από τις επιθυμίες της, και υπέφερε μόνη της. Όταν, κατά τη συνήθειά του, ο μαγιστριανός πήγε σε αποστολή, εκείνη έπεσε άρρωστη από τον καημό της. Ο άντρας της κουβάλησε τους καλύτερους γιατρούς, κι αφού την ψηλάφησαν παντού, είπαν στον άντρα της:

Πρόκειται, μάλλον, για κάποιο ψυχικό πάθος, διότι το σώμα της δεν έχει τίποτε, πού να δείχνει ασθένεια.

Τότε, μόλις έφυγαν οι γιατροί, κάθεται πάλι κοντά της ο άντρας της και την παρακαλεί θερμά να του πεί τί έχει, τί της συμβαίνει.

Εκείνη, από σεβασμό και από ντροπή, κοκκίνισε και στην αρχή δεν ήθελε να πεί τίποτε. Σιγά – σιγά, όμως, ομολόγησε την αιτία, λέγοντας:

Ξέρεις καλά, κύριέ μου, πώς, είτε από φιλία και αγάπη, είτε από απλότητα, φέρνεις στο σπίτι μας νέους άντρες• κ’ εγώ, σαν γυναίκα, πληγώθηκα ερωτικά με τον ωραίο μαγιστριανό…

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο άντρας της, σαν να καθησύχασε. Και όταν, ύστερ’ από λίγες μέρες ξαναήρθε ο μαγιστριανός, πήγε να τον προϋπαντήσει ο άντρας της, και του λέει:

Γνωρίζεις καλά, αδερφέ μου, πόσο σ’ εκτιμώ και με πόση αγάπη σε δεχόμουνα, κ’ εγώ και η γυναίκα μου• αλλά, με το να μένεις κάποτε μόνος σου και να τρώς με τη γυναίκα μου, εκείνη, όντας αδύνατη, άρχισε να πληγώνεται από ερωτικά αισθήματα μαζί σου και τώρα είναι σοβαρά άρρωστη.

Σαν τ’ άκουσε αυτά ο μαγιστριανός, όχι μονάχα δεν ένιωσε τίποτε πονηρό μέσα του, αλλά λυπήθηκε πάρα πολύ και λέει στο φίλο του:

Μή λυπάσαι καθόλου, ο Θεός θα μάς βοηθήσει.

Κι αμέσως φεύγει, κόβει όλα τα μαλλιά του, ξυρίζει το κεφάλι του, και το πρόσωπό του• έφτασε να κάψει ακόμη και τα φρύδια του, οπότε όλη εκείνη η ωραιότης του εξαφανίστηκε, κ’ έγινε σαν λεπρός από χρόνια. Φοράει ένα φακιόλι και ανεβαίνει στο σπίτι του φίλου του. Εκεί βρίσκει την άρρωστη γυναίκα στο κρεββάτι, και δίπλα της καθόταν ο άντρας της. Με μια κίνηση βγάζει το φακιόλι και ξεσκεπάζει το κεφάλι και το πρόσωπό του, λέγοντας:

Ιδού πώς μ’ έκαμε ο Κύριος!

Μόλις εκείνη τον αντίκρυσε, θαύμασε πώς από την τόσην ωραιότητα κατάντησε σε τέτοιαν ασκήμια!…

Βλέποντας ο Θεός την ενάρετη στάση του μαγιστριανού, πήρε τον πόλεμο των πειρασμών από τη νέα γυναίκα, η οποία σηκώθηκε γερή, όπως πρώτα, δίχως πονηρούς λογισμούς και άρρωστα αισθήματα. Τότε ο μαγιστριανός παίρνει τον άντρα της ιδιαιτέρως και του λέει:

Ιδού, πού με τη δύναμη του Θεού, η γυναίκα σου είναι πάλι εντελώς καλά. Δεν υπάρχει πρόβλημα πιά να θυσιάζει κανείς την ψυχή του από αγάπη, αποδίδοντας αγαθό στο αγαθό.

Π. Πάσχου ΕΡΩΣ ΕΡΗΜΟΥ
Μικρό Γεροντικό Δ
Από το περιοδικό ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ (σελ.31)
ΤΕΥΧΟΣ 33’

vatopaidi.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου