Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Tο διαχρονικό ταγκό του ΟΤΕ με τη διαπλοκή

Από την ίδρυση του ΟΤΕ το 1949 και μέχρι το 1977 η γερμανική εταιρεία Siemens σχεδόν μονοπωλούσε τις προμήθειες του ΟΤΕ σε τηλεπικοινωνιακό και υποστηρικτικό υλικό (ηλεκτροπαροχικά συστήματα, ηλεκτρολογικό υλικό κλπ.).

Στις 11.11.1977 ανακοινώθηκε από την τότε Κυβέρνηση η ίδρυση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ηλεκτρονικών (ΕΛΒΗΛ Α.Ε) με κεφάλαιο 400 εκατ. δρχ. και μετόχους την ΕΤΒΑ με 55% και τον ΟΤΕ με 45%. Η ΕΛΒΗΛ είχε ως σκοπό την οργάνωση και λειτουργία βιομηχανικής μονάδας παραγωγής ηλεκτρονικού τηλεπικοινωνιακού υλικού τόσο για τις ανάγκες του ΟΤΕ όσο και για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Στις 29.04.1981 η ΕΛΒΗΛ προκήρυξε διεθνή μειοδοτικό διαγωνισμό με αριθ. 7901 για την ανεύρεση συνεταίρου, επειδή ήταν αναγκαία η εισαγωγή τεχνογνωσίας μέσω κατασκευάστριας εταιρείας του Εξωτερικού. Στόχος ήταν η μελέτη και κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρονικού τηλεπικοινωνιακού υλικού, το οποίο θα κάλυπτε τις αρχικές ανάγκες του ΟΤΕ που έφταναν τις 225.000 γραμμές. Την παραγωγή θα ανελάμβανε η ΕΛΒΗΛ.

Το Δ.Σ της ΕΛΒΗΛ συγκρότησε Επιτροπή Αξιολόγησης των προσφορών των κατασκευαστριών οίκων που συμμετείχαν στο διαγωνισμό.

Το Νοέμβριο του 1983 η Επιτροπή Αξιολόγησης υπό τον καθηγητή κ. Σταύρο Θωμαδάκη έκρινε ότι οικονομικά και τεχνικά επικρατέστερες ήταν οι προσφορές των κατασκευαστριών εταιρειών Siemens και Ericsson, οι οποίες είχαν αναπτύξει τις τεχνολογίες EWSD και AXE – 10 αντίστοιχα για τα ψηφιακά κέντρα. Το θέμα επιλογής των τεχνολογιών τέθηκε από τη Βάσω Παπανδρέου, Υφυπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας στη συνεδρίαση του ΚΥΣΥΜ στις 16.09.1986 με τίτλο: «Ψηφιακά Συστήματα Τηλεπικοινωνίας ΕΛΒΗΛ». Στη συνεδρίαση αυτή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν, αναπτύχθηκε μια έντονη επιχειρηματολογία για την εισαγωγή των τεχνολογιών που θα παρήγαγαν τηλεπικοινωνιακό υλικό μέσω της ΕΛΒΗΛ και αν έπρεπε να επιλεγούν δύο ευρωπαϊκές τεχνολογίες ή μία ευρωπαϊκή και μία αμερικάνικη. Το ΚΥΣΥΜ στην πραγματικότητα δεν πήρε καμία απόφαση και όσοι την επικαλέστηκαν στη συνέχεια το έκαναν για να αιτιολογήσουν τις δικές τους επιλογές. Το θέμα επεστράφη και πάλι στην ΕΛΒΗΛ, η οποία υπό την προεδρία του κ. Ν. Ζωγράφου αποφάσισε την επιλογή των τεχνολογιών EWSD και AXE-10 και των κατασκευαστριών εταιρειών SIEMENS και ERICSSON αντίστοιχα για την υλοποίηση στην Ελλάδα του προγράμματος παραγωγής των ψηφιακών τηλεφωνικών κέντρων μέσω της ΕΛΒΗΛ. Επειδή η ισχύουσα νομοθεσία το 1977 προέβλεπε ότι για να μπορεί μια εταιρεία να συνυπογράψει δουλειές με το Δημόσιο θα έπρεπε να έχει ελληνική συμμετοχή τουλάχιστον 30%. Οι δύο κατασκευάστριες εταιρείες είχαν φροντίσει να υποδείξουν την SIEMENS A.E. ή SIEMENS και την INTRACOM ή ERICSSON ως τους επίσημους συνεργάτες τους στην Ελλάδα για να ξεπεράσουν το πρόβλημα της νομοθεσίας. Το πρώτο μεγάλο βήμα της μονοδρόμησης των προμηθειών του ΟΤΕ έχει γίνει και μοναδικό εμπόδιο είναι πια, η ύπαρξη της ΕΛΒΗΛ. Ο κ. Αναστάσιος Μαντέλης, Πρόεδρος του ΟΤΕ και ο κ. Θεοφάνης Τόμπρας, Διευθύνων Σύμβουλος ΟΤΕ, πιέζουν για την κατάργηση της ΕΛΒΗΛ. Προκαλούν σύσκεψη στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας υπό τον κ. Κώστα Σημίτη με συμμετοχή του ΥΒΕΤ του ΥΜΕ του ΟΤΕ και της ΕΤΒΑ. Ο κ. Αναστάσιος Μαντέλης και ο κ. Θεοφάνης Τόμπρας ζητούν την κατάργηση της ΕΛΒΗΛ και με την πρόταση αυτή συμφωνεί η ΕΤΒΑ και το ΥΒΕΤ.

Ο Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών κ. Κωνσταντίνος Μπαντουβάς εκφράζοντας έντονες διαφωνίες και με επιχειρήματα ανατρέπει την άποψη για την κατάργηση της ΕΛΒΗΛ, αποχωρεί από τη σύσκεψη και ζητά από τον κ. Ιωάννη Παπανικολάο, Οικονομικό Σύμβουλο του Πρωθυπουργού και Γραμματέα του ΚΥ.Σ.Ε.Α να ενημερώσει τον Πρωθυπουργό. Η όλη όμως διαδικασία δεν σταμάτησε εκεί και σύντομα ανακοινώθηκε η κατάργηση της ΕΛΒΗΛ, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του αρμόδιου υπουργού.

Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά το οριστικό «δέσιμο» του Ο.Τ.Ε. στο άρμα της Siemens. Ουσιαστικά καταργήθηκε η ΕΛΒΗΛ και χάθηκε η προοπτική δημιουργίας κρατικού φορέα παραγωγής ψηφιακών κέντρων για τις επικοινωνίες της χώρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ΕΛΒΗΛ να αποτελέσει απλά τον ενδιάμεσο κρίκο για τις κρατικές προμήθειες από τις πολυεθνικές, να υποβιβαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε α) ο ΟΤΕ να αποστασιοποιηθεί από τη λειτουργία της ΕΛΒΗΛ και β) να αποχωρήσει η ΕΤΒΑ από το εταιρικό σχήμα.

Το 1985 έχει ήδη εκδοθεί η «Λευκή Βίβλος» των τηλεπικοινωνιών, πολιτικό κείμενο Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο επιτάσσει την απελευθέρωση της αγοράς στις τηλεπικοινωνίες, υπαγορεύοντας εκσυγχρονισμό του δικτύου σε ψηφιακό.

Στις 22.12.1987 το ΔΣ του ΟΤΕ μετά από εισήγηση του τότε Γενικού Διευθυντή προχώρησε στην απευθείας προμήθεια 84.000 κυκλωμάτων και 20.000 ψηφιακών παροχών συνολικής αξίας 7,5 δις δρχ. στις επιλεγείσες από την ΕΛΒΗΛ εταιρείες, επικαλούμενος απόφαση του ΚΥΣΥΜ για πενταετές πρόγραμμα ψηφιοποίησης του δικτύου του Ο.Τ.Ε.

Οι συμβάσεις αυτές γνωστές ως συμβάσεις 7160 και 7170 υπογράφτηκαν από τον κ. Κωνσταντίνο Μπαντουβά, θεωρήθηκαν αυτοτελείς και δεν εντάχθηκαν στο πρόγραμμα πενταετούς ψηφιοποίησης του δικτύου του Ο.Τ.Ε.. Οι προμηθευτές ανέλαβαν την υποχρέωση να προμηθεύσουν τον ΟΤΕ υλικά ή υπηρεσίες και να επενδύσουν στην ΕΛΒΗΛ συνολικά μια προστιθέμενη αξία ίση με το 26% του 7,5 δις δρχ.

Όπως έγινε γνωστό, οι τιμές των παραπάνω συμβάσεων ήταν σημαντικά υπερτιμημένες σε σχέση με τις τιμές της διεθνούς αγοράς. Στη Διοίκηση του ΟΤΕ επισημάνθηκε από τον τότε Υπουργό κ. Κωνσταντίνο Μπαντουβά, ότι η British Telecom προμηθεύτηκε κέντρα ΑΧΕ της ERICSSON με τίμημα πολύ χαμηλότερο από το προτεινόμενο στη σύμβαση. Συγκεκριμένα η British Telecom πλήρωσε 23.893 δρχ. ανά ψηφιακή παροχή αντί του ποσού των 85.195 δρχ. που θα αγόραζε ο ΟΤΕ. Σημειώνεται ότι ο Καναδάς προμηθεύτηκε κέντρα EWSD με τίμημα 25.000 δρχ. ανά ψηφιακή παροχή αντί του ποσού των 69.457 δρχ. που αγόρασε ο ΟΤΕ (βλ. TIME τεύχος 10/1987, INTERNATIONAL COMMUNICATION τεύχος 3/1988). Δηλαδή στη «Σύμβαση 7160» όπου προμηθευτής ήταν η Ericsson η μέση τιμή κόστους των ψηφιακών παροχών ήταν για τον ΟΤΕ 256% μεγαλύτερη από τη μέση τιμή που αγόρασε η British Telecom. Στα δε κυκλώματα η μέση τιμή χρέωσης για τον ΟΤΕ ήταν 176% μεγαλύτερη από αυτά που προμηθεύτηκε ο Καναδάς. Στη «Σύμβαση 7170», όπου προμηθευτής ήταν η Siemens, οι αντίστοιχες προσαυξήσεις ήταν 165% και 109% αντίστοιχα.

Το 1988 η Διοίκηση του Ο.Τ.Ε. ενέκρινε την αγορά 470.000 ψηφιακών παροχών με απευθείας ανάθεση στους οίκους INTRACOM και SIEMENS συνολικής αξίας 32 δις δρχ.

Το καλοκαίρι του 1989 ορίστηκε νέα Διοίκηση στον ΟΤΕ αποτελούμενη από τους κ. Αναστάσιο Μήνη, κ. Κυριάκο Κιουλάφα και κ. Κ. Μαραβέλα. Η νέα Διοίκηση ανέθεσε σε τετραμελή επιτροπή του ΟΤΕ με επικεφαλής το μέλος του Δ.Σ. κ. Τ. Κεφαλέα να ελέγξει τη νομιμότητα των συμβάσεων 7160 και 7170. Η επιτροπή παρέδωσε το πόρισμά της στις 23 Οκτωβρίου 1989 (βλ. σχετ. 1, έκθεση ελέγχου συμβάσεων 7160 και 7170). Τα κύρια σημεία του ήταν:

1. Η προμήθεια έγινε με απευθείας ανάθεση επικαλούμενη ανύπαρκτη απόφαση του ΚΥΣΥΜ και κατά παράβαση του Κανονισμού Προμηθειών του ΟΤΕ.

2. Οι τιμές των συμβάσεων ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες των διεθνών τιμών, αλλά και εκείνων που είχαν προκύψει από το διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η ΕΛΒΗΛ.

Αποφασίστηκε το πόρισμα να αποσταλεί στον εισαγγελέα, για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες και να αξιοποιηθεί στην επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων με τις δύο εταιρείες.

Η τότε Διοίκηση του ΟΤΕ αγνόησε το πόρισμα του κ. Κεφαλέα και εισηγήθηκε στον τότε Αναπληρωτή Υπουργό Μεταφορών κ. Ιωάννη Κεφαλογιάννη τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την προμήθεια των 470.000 ψηφιακών παροχών με απευθείας ανάθεση.

Ο κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης δε συμφώνησε με την εισήγηση της Διοίκησης του ΟΤΕ και έδωσε εντολή να προχωρήσει ο ΟΤΕ σε δημόσιο διαγωνισμό για την προμήθεια των 470.000 ψηφιακών παροχών ώστε να διασφαλιστεί το συμφέρον του Οργανισμού. Η Διοίκηση του ΟΤΕ αγνόησε την υπουργική εντολή και επέμεινε στην απευθείας ανάθεση στους συγκεκριμένους προμηθευτές.

Στις 25.01.1990 ο κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης εισήγαγε το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο δεχόμενο την εισήγησή του αποφάσισε ομόφωνα τη διενέργεια δημόσιου διαγωνισμού και έδωσε εντολή στον ΟΤΕ να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές για την απευθείας ανάθεση. Το Υπουργικό Συμβούλιο όρισε τριμελή επιτροπή με τους Υπουργούς κ. Γιώργο Γεννηματά, κ. Νικόλαο Θέμελη και κ. Ιωάννη Κεφαλογιάννη, με την εντολή να παρακολουθεί την υλοποίηση της απόφασής του σχετικά με τη διενέργεια δημόσιου διαγωνισμού (βλ. σχετ. 2, απόσπασμα πρακτικών του Υπουργικού Συμβουλίου της συνεδρίασης στις 25.01.1990). Η Διοίκηση του ΟΤΕ αγνόησε αυτή την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και προχώρησε σε απευθείας ανάθεση.

Μετά από διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή Επαναδιαπραγμάτευσης που όρισε η Διοίκηση του ΟΤΕ κατέληξε σε πόρισμα. Βάσει αυτού του πορίσματος η Διοίκηση των κ. κ. Αναστάσιου Μήνη – Κυριάκου Κιουλάφα, στις 26 Ιανουαρίου 1990, έστειλε ενημερωτικό σημείωμα στους τρεις πολιτικούς αρχηγούς και στον κ. Ξενοφώντα Ζολώτα, Πρωθυπουργό της Οικουμενικής Κυβέρνησης, που είχε προκύψει από τις νέες εκλογές, στο οποίο επισημαίνεται ότι επιτεύχθηκε βελτίωση της σύμβασης που είχε κάνει ο κ. Θεοφάνης Τόμπρας, κατά 6 δισ. δραχμές (από 32,5 σε 26,5). Η μείωση αυτή αφορούσε ουσιαστικά και αντίστοιχη μείωση του υλικού γεγονός που αποκρύβει από την τότε πολιτική ηγεσία. Παράλληλα, έθεσε υπόψη τους δύο εναλλακτικές επιλογές:

είτε να υπογραφεί η βελτιωμένη σύμβαση
είτε να ακυρωθεί και να προκηρυχτεί νέος ανοιχτός διαγωνισμός, με συνέπεια όμως, αφ' ενός, ατέρμονες δικαστικές διαμάχες με τις δύο εταιρείες και αφ' ετέρου αδυναμία του Ο.Τ.Ε. για δύο τουλάχιστον χρόνια να ικανοποιήσει το επενδυτικό του πρόγραμμα για την ψηφιοποίηση του δικτύου του.

Οι Πολιτικοί Αρχηγοί και ο τότε Πρωθυπουργός, παίρνοντας υπόψη τους το ενημερωτικό σημείωμα, διατύπωσαν τη γνώμη ότι ο ΟΤΕ θα έπρεπε να προχωρήσει στην πρώτη λύση. Την επομένη, το Δ.Σ. του Οργανισμού ομόφωνα κατακύρωσε την αναθεωρημένη σύμβαση των 470.000 ψηφιακών παροχών. Με αναφορά του στα ΜΜΕ το προεδρείο της ΟΜΕ - ΟΤΕ εκτίμησε θετικά την απόφαση αυτή (χωρίς να έχει υπόψη του όλα τα δεδομένα και χωρίς την έγκριση του Δ.Σ. της ΟΜΕ-ΟΤΕ).

Με αυτό το σκεπτικό η Διοίκηση του ΟΤΕ εισηγήθηκε ομόφωνα στην Κυβέρνηση Ζολώτα να προκριθεί η βελτιωμένη συμφωνία. Με βάση αυτή την εισήγηση οι πολιτικοί αρχηγοί και ο Πρωθυπουργός δεν απέτρεψαν την υπογραφή της σύμβασης. Το ΚΚΕ με γνώση πλέον του τι είχε συμβεί, διατύπωσε τότε τρεις προτάσεις:

· «Πρώτον, τη σύσταση Διακομματικής Επιτροπής για τον έλεγχο των μεγάλων κρατικών προμηθειών και του ΟΤΕ.

· Δεύτερον, να ξεκινήσουν αμέσως οι διαδικασίες για την προκήρυξη του νέου διαγωνισμού προμήθειας ψηφιακών κέντρων από τον ΟΤΕ και, παράλληλα, να κινηθούν διαδικασίες απεμπλοκής από την υποχρεωτική συνεργασία με τη SIEMENS.

· Τρίτον, να αποσαφηνιστεί ο προσανατολισμός και να αποφασιστεί ο ρόλος της ΕΛΒΗΛ, η οποία μετά τις αποφάσεις του ΚΥΣΥΜ ήταν «κλινικά νεκρή» και να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την εκπλήρωση του προγράμματος ανάπτυξης του ΟΤΕ».

Στις 15.01.1991, με Κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη η καινούρια Διοίκηση του ΟΤΕ (Θέμελης - Κουρεμένος) εισηγήθηκε στο ΔΣ την ανάθεση προμήθειας 720.000 παροχών στις δύο εταιρείες. Με την εισήγηση διαφώνησε ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΔΣ του ΟΤΕ. Λίγους μήνες αργότερα, η σύμβαση κατακυρώθηκε, αλλά μειώθηκε ο αριθμός των παροχών στις 400.000.

Το Μάρτιο του 1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφάσισε την προκήρυξη ανοιχτού διεθνούς διαγωνισμού για 1.100.000 ψηφιακές παροχές.

Στις 21.07.1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφάσισε την προμήθεια άλλων 157.000 περίπου παροχών για τις ανάγκες του 1993 από τις εταιρείες INTRACOM και SIEMENS, ως επέκταση προηγούμενων συμβάσεων με τις δύο αυτές εταιρείες. Δύο μέρες αργότερα, κατέθεσαν προσφορές για τις 1.100.000 παροχές οι εταιρείες ΑΤ& Τ, ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ, ΑΛΚΑΤΕΛ, SIEMENS και INTRACOM. Αξιολογήθηκαν οι τεχνικές και οικονομικές προσφορές.

Στις 04.03.1993 το Συμβούλιο Εφετών εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 597 βούλευμα με το οποίο απήλλαξε όλους του κατηγορουμένους από κάθε κατηγορία (βλ. σχετ. 3, υπ’ αριθμ. ΕΠ 597/1993 έγγραφο του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης).

Στις 13.04.1993 έγινε από το ΔΣ του ΟΤΕ η πρώτη αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των πέντε εταιρειών, με βάση δύο βαθμολογίες, της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Διεύθυνσης Κέντρων. Σύμφωνα με τη πρώτη απορρίφθηκαν οι προσφορές των ΑΤ&Τ, ΑΛΚΑΤΕΛ και ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ. Τελικά από τη σύνθεση των δύο βαθμολογιών κατατάχθηκε πρώτη η INTRACOM και ακολούθησε η SIEMENS.

Στις 07.05.1993 το ΔΣ του ΟΤΕ άνοιξε τις οικονομικές προσφορές των πέντε εταιρειών και τον Απρίλιο του 1994 η σύμβαση κατακυρώθηκε στους δυο μειοδότες.

Στις 14.06.1993 το συμβούλιο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων εξέδωσε την οδηγία 38/93 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών με στόχο την ολοκληρωτική απελευθέρωση της αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Η οδηγία προέβλεψε την προοδευτική εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία θα έληγε ως την 31 Δεκεμβρίου 1993 και θα δημιουργούνταν έτσι ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 59 της συνθήκης, απαγορεύονταν οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών όσον αφορά τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών που συνάπτονται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών. Δεδομένου όμως ότι κρίθηκε ότι η εφαρμογή της οδηγίας το αργότερο ως την 1.1.1994 και το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό μπορεί να είχε ιδιαίτερα βλαπτική επίδραση στις οικονομίες ορισμένων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έδωσε για την χώρα μας παράταση για συμμόρφωση στην εν λόγω οδηγία μέχρι την 01.01.1998.

Κατά το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίες οι συμβάσεις πλαίσιο που είχαν συναφθεί πριν την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της ως άνω οδηγίας, θα μπορούσαν να συνεχίζουν να εφαρμόζονται υπό τους όρους που αυτή προέβλεπε, ωστόσο απαγορευόταν πλέον η σύναψη νέων συμβάσεων πλαίσιο (και των κατά το ελληνικό δίκαιο προγραμματικών συμφωνιών) και όλες οι νέες συμβάσεις θα έπρεπε υποχρεωτικά να ακολουθούν τους όρους και τύπους που προβλέπονταν στην ως άνω οδηγία. Κατά το πνεύμα δε της οδηγίας η οποία στο ίδιο άρθρο αναφέρει ότι τα «κράτη δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τις συμφωνίες πλαίσιο καταχρηστικά και να παρακωλύουν έτσι τον ανταγωνισμό», μόνο η επιλογή του δρόμου των διαγωνισμών, (για τους οποίους θεσπίζει συγκεκριμένους τύπους και τυποποιεί ακόμα και τις περιπτώσεις επιτρεπτής σύναψης σύμβασης δια απευθείας ανάθεσης), μπορούσε να εξασφαλίσει την πραγματική απελευθέρωση της αγοράς.

Ήδη από το έτος 1995 ο ΟΤΕ συζητά την σύναψη Προγραμματικών Συμφωνιών και την προκρίνει έναντι της διαδικασίας των διαγωνισμών, την οποία θεωρεί χρονοβόρα και πολυέξοδη σε σχέση με την άμεση ανάγκη του Οργανισμού να ολοκληρώσει την ψηφιοποίηση του δικτύου του.

Το 1994 ο 7ος τακτικός ανακριτής προέβη στη διενέργεια έρευνας για τη νομιμότητα των υπ. αριθμ. «7220/90», «7230/90», «7160/89» και «7170/89» συμβάσεων και μετά από την περάτωσή της, ο εισαγγελέας άσκησε ποινικές διώξεις.

Το Μάρτιο του 1994 η τότε Διοίκηση του ΟΤΕ ανέθεσε σε INTRACOM και SIEMENS την προμήθεια 1.000.000 ψηφιακών παροχών. Εξαιτίας των δημοσιευμάτων και καταγγελιών του Τύπου, ο Εισαγγελέας Εφετών κ. Γιώργος Ζορμπάς ξεκίνησε στις 16.12.1994 τη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης. Σε κατάθεσή του ο πρώην Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα Πρόεδρος του ΟΤΕ, κ. Αναστάσης Γκόνης, ανέφερε ότι ο διαγωνισμός με αριθμ. 7753/23.07.1992 που αφορούσε την προμήθεια του 1.100.000 ψηφιακών παροχών και 150.000 κυκλωμάτων, είχε ξεκινήσει «ανώμαλα». Ο λόγος ήταν, ότι η ημερομηνία διεξαγωγής του είχε μετατεθεί κατά 20-30 ημέρες χωρίς να τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της δημοσιότητας, που προβλεπόταν από τον κανονισμό προμηθειών του ΟΤΕ και ότι καμία από τις προσφορές των πέντε οίκων (AT&T-HΠΑ, ΝΟRTHERN TELECOM– ΚΑΝΑΔΑΣ, ΑLCATEL-ΓΑΛΛΙΑ, SIEMENS–ΕΛΛΑΔΑ, INTRACOM-ΕΛΛΑΔΑ) δεν ήταν σύμφωνη με τους βασικούς όρους της διακήρυξης (βλ. σχετ. 4, ένορκη κατάθεση κ. Αναστάσιου Γκόνη της 22.07.1996 στον Αναπληρωτή Ειδικό Ανακριτή Εφέτη κ. Χρήστο Γεωργαντόπουλο).

Στις 20.04.1994 ο αναπληρωτής γενικός Διευθυντής της Γ. Δ. 15ης Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε επιστολή του στον μόνιμο Αντιπρόσωπο της Ελλάδος στην Ε.Ε. επισημαίνει πως ορισμένα σημεία του διαγωνισμού 7753/92 απαιτούν διευκρινίσεις, ζητά την παροχή προσθέτων στοιχείων και εκτιμά ότι οργανισμός πρέπει να απόσχει από την σύναψη συμβάσεων με τους Οίκους (SIEMENS και INTRACOM), ωσότου αυτά διευκρινιστούν καθότι ενδέχεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε να μην είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο. Σε απάντηση της ως άνω επιστολής, ο γενικός τότε διευθυντής του ΟΤΕ Λάμπρου απέστειλε επιστολή στο Υπουργείο Εξωτερικών, αναλύοντας τις θέσεις του ΟΤΕ.

Σε συνέχεια των άνω αναπληρωτής γενικός Διευθυντής της Γ. Δ. 15ης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επανέρχεται στις 20-5-1994, χαρακτηρίζει τα αποσταλέντα στοιχεία μη επαρκή και επιμένει στο αίτημα του να μην συναφθούν συμβάσεις με τους οίκους, προειδοποιεί δε για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 169 ΣυνθΕΚ εναντίον του ΟΤΕ.

Στις 23.06.1994 το νομικό τμήμα του ΟΤΕ γνωμοδοτεί υπέρ της σύναψης των συμβάσεων με τους οίκους χαρακτηρίζοντας τα αιτήματα του Αναπληρωτή γενικού Διευθυντή της Γ. Δ. 15 της Ευρωπαϊκής επιτροπής μη δεσμευτικά, ενώ ήδη από τις 16.06.1994 είχε γνωμοδοτήσει ότι δεν υφίστατο κώλυμα για την σύναψη της εν λόγω σύμβασης από την διαφωνία που υπήρχε για το οφειλόμενο τίμημα από παλαιότερες συμβάσεις μεταξύ του ΟΤΕ και των Οίκων. Μετά την υπογραφή των συμβάσεων καμία αντίδραση-ενέργεια δεν υπήρξε εκ μέρους της αναφερόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στις 28.11.1995, στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ, σε συζήτηση για την διαδικασία ψηφιοποίησης και εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ, ο κ. Γ. Σκαρπέλης, Διευθυντής Τηλεπικοινωνιακού Συστήματος εισηγείται και προτείνει την επιλογή του δρόμου των Προγραμματικών Συμφωνιών. Ακόμη όμως το έδαφος δεν είναι γόνιμο εξαιτίας των φόβων που διατυπώνονται για την χρόνια δέσμευση του οργανισμού με τους οίκους των προμηθευτών. Στην ίδια ως άνω συνεδρίαση εγκρίνεται και το Επιχειρησιακό Σχέδιο του ΟΤΕ για την περίοδο 1996-2000.

Τον Ιούνιο του 1995 ο κ. Γιώργος Ζορμπάς στο πόρισμα του ζήτησε να ασκηθούν ποινικές διώξεις για τους υπηρεσιακούς παράγοντες του ΟΤΕ που είχαν εμπλακεί σε αυτήν την προμήθεια και στους προμηθευτές. Στις 30.6.1995 η υπόθεση αφαιρέθηκε από τον κ. Γιώργο Ζορμπά, με απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών κ. Χρήστου Τζανακάκη.

Το 1996 ο ν. 2446/1996, επεκτείνει την ισχύ του Ν. 1433/1984 για τις προγραμματικές συμφωνίες στον δημόσιο τομέα να περιλαμβάνει και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών και στον δημόσιο τομέα, δίνοντας το δικαίωμα και στις δημόσιες επιχειρήσεις να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες και, κατά παρέκκλιση από τον 2286/1995 για την διενέργεια των προμηθειών (Ν. 2446/1996 αρθρ.16 παρ.2), επιτρέπει στα αρμόδια όργανα των φορέων αυτών να συνάπτουν όχι μόνο τις εκτελεστικές συμβάσεις αλλά και τις συμβάσεις πλαίσιο, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό. Στον ως άνω νόμο όμως ορίστηκε ότι «οι πιο πάνω προγραμματικές συμφωνίες και συμβάσεις υπόκεινται στην τελική έγκριση του εποπτεύοντος Υπουργού, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού».

Περαιτέρω προβλέπεται ότι ένα μέρος των υλικών πρέπει να παραχθεί από εγχώριες βιομηχανίες ως εγχώρια προστιθέμενη αξία.

Ήδη από τον Ιανουάριο του 1996 Υπουργός Μεταφορών αναλαμβάνει ο Χ. Καστανίδης ο οποίος προτείνει στον τότε πρωθυπουργό κ. Σημίτη την δημιουργία ανεξάρτητης αρχής για τον έλεγχο των μεγάλων προμηθειών του δημοσίου. Η δημιουργία του «Συμβουλίου Ελέγχου Προμηθειών και Έργων του Δημοσίου», κατόπιν αυτής της εισήγησης βρίσκεται στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τις επερχόμενες τότε εκλογές. Ωστόσο τον Απρίλιο του 1997 και ενώ ο εισηγητής της ιδέας κ. Χαρης Καστανίδης απουσιάζει στο εξωτερικό, πραγματοποιείται έκτακτη σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου αποφασίζεται ότι «οι υπάρχουσες δικλείδες διαφάνειας του Δημοσίου είναι αρκετές» και ουσιαστικά ανακαλείται η σύσταση της ανωτέρω αρχής.

Στις 12.03.1996 δόθηκε με απευθείας ανάθεση παραγγελία για προμήθεια 270.000 ψηφιακών παροχών σε Siemens και Intracom συνολικού κόστους 16 δις. δρχ.

Στις 03.05.1996 με πόρισμά του το Ελεγκτικό Συνέδριο δικαίωσε τον κ. Γιώργο Ζορμπά και εντόπισε τέσσερις (4) παραβάσεις. Το 1998 η υπόθεση τέθηκε στο Αρχείο.

Στις 29.01.1997 δόθηκε με απευθείας ανάθεση παραγγελία για προμήθεια 338.000 ψηφιακών παροχών από τις οποίες 167.000 σε IINTRACOM και 171.000 σε SIEMENS συνολικού κόστους 12,2 δις. δρχ.

Στις 28.05.1997 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ εγκρίνει το έκτακτο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα του ΟΤΕ 1997-1998. Στις 31.07.1997, διαρκούσης ακόμα της ποινικής δίωξης για τις συμβάσεις του 1994 και μόλις 5 μήνες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για τη συμμόρφωση με την οδηγία 93/38, η Διοίκηση του ΟΤΕ συστήνει επιτροπή διαπραγμάτευσης αποτελούμενη από τους κ.κ. Γ. Χρυσολούρη, Γ. Ορφανό, Χ. Σκαρπέλη, Χ. Καζαντζή και Ε. Κυριαζή, προκειμένου συνεπικουρούμενη από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΤΕ και το νομικό του τμήμα να διαπραγματευθεί με τους οίκους προμηθευτών, μεταξύ των οποίων και οι Siemens και Intracom και να διερευνήσει τις προϋποθέσεις πιθανής σύναψης Προγραμματικής Σύμβασης (ΠΣ). Αποφασίστηκε δε να προσληφθεί ο Οίκος Price Waterhouse ως σύμβουλος σε αυτή την διαδικασία.

Στις 30.08.1997 ο κ. Χάρης Καστανίδης παραιτείται από το Υπουργείο Μεταφορών, στην επιστολή παραίτησης του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου στο Υπουργείο Μεταφορών ως εμπόδιο στην ελεύθερη άσκηση των παιγνίων τους», παραδεχόμενος εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν μπορεί να ελέγξει τα τεκταινόμενα στον χώρο της ευθύνης του. Η παραίτηση του γίνεται δεκτή χωρίς καμία περαιτέρω διερεύνηση και αντικαθίσταται άμεσα από τον Αναστάσιο Μαντέλη, καθώς έχει διατελέσει στο παρελθόν Πρόεδρος του ΔΣ ΟΤΕ και μαζί με τον Θ. Τόμπρα είχαν υπογράψει τις πρώτες αναθέσεις ψηφιακών παροχών το 1987-88 στους εν λόγω Οίκους.

Στις 07.10.1997 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ αποφασίζει να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για την σύναψη προγραμματικών Συμφωνιών σχετικά με την προμήθεια υλικών δικτύου και Η/Π υλικού. Στις σχετικές διαπραγματεύσεις σημείο αναφοράς για τις τιμές αποφασίστηκε να είναι οι τιμές ανά είδος υλικού που είχε επιτύχει ο ΟΤΕ στην τελευταία σύμβαση.

Στις 14.10.1997 στην 20η Συνεδρίαση Συμβουλίου Διεύθυνσης ΟΤΕ, συζητείται η έκθεση της Price Waterhouse. Προτείνεται από τον κ. Πέτρο Λάμπρου η πλήρης έγκριση των πορισμάτων της Price Waterhouse σχετικά με τις ρήτρες και τα κριτήρια για τον προμηθευτή. Επίσης το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ αποφασίζει την περαιτέρω επεξεργασία του πλαισίου σύναψης των ΠΣ και για το σκοπό αυτό συγκρότησε ομάδα εργασίας από τους Ν. Καλουπτσίδη, Γ. Ορφανό, τους Γενικούς Διευθυντές τηλεπικοινωνιακού συστήματος και Χρηματοοικονομικών θεμάτων, το νομικό συμβούλιο και τους λοιπούς υπηρεσιακούς παράγοντες.

Στις 02.12.1997 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ εξουσιοδότησε την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης να προχωρήσει στην τελική διαπραγμάτευση για την σύναψη προγραμματικών συμφωνιών που αφορούσαν την ψηφιοποίηση του δικτύου και να υποβάλλουν σχετική εισήγηση στο ΔΣ του ΟΤΕ.

Στις 07.12.1997 η επιτροπή Διαπραγμάτευσης υποβάλλει το πόρισμα της στην Διοίκηση του ΟΤΕ. Σε αυτό εισηγούνται την υποβολή του πορίσματος στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση και λήψη σχετικής απόφασης.

Στις 09.12.1997 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ με την υπ΄ αριθ. 2544/09.12.1997 εγκρίνει το ανωτέρω πόρισμα, εγκρίνει την σύναψη των ΠΣ και εξουσιοδοτεί τους Γενικούς Διευθυντές Τηλεπικοινωνιακού Συστήματος και Λειτουργιών για την ρύθμιση τυχόν θεμάτων που θα προέκυπταν μέχρι την υπογραφή των Προγραμματικών Συμφωνιών και την οριστικοποίηση των ποσοτήτων του εξοπλισμού και των υπηρεσιών καθώς και της Α΄ Εκτελεστής Παραγγελίας (ΕΠ) ανά οίκο. Ενέκρινε την απαιτούμενη δαπάνη για το σύνολο των Προγραμματικών Συμφωνιών στο ποσό των 1.118 εκ Ευρώ εκ των οποίων τα 464,5 εκ Ευρώ θα αφορούσαν το παρασχεθέν υλικό.

Εξουσιοδότησε επίσης τον Πρόεδρο και διευθύνοντα Σύμβουλο Δ. Παπούλια όπως προβεί στην υπογραφή των ΠΣ και της Α’ ΕΠ ανά οίκο.

Στις 15.12.1997, υπογράφεται η ΠΣ 8002 με τη SIEMENS ΤΗΛΕ ΑΕ για την προμήθεια υλικού, λογισμικού και υπηρεσιών και την ψηφιοποίηση του δικτύου. Εκ μέρους του ΟΤΕ υπογράφει ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος κ. Δημήτριος Παπούλιας, και εκ μέρους της SIEMENS οι Ludwig Zasper και Νικόλαος Τατσικάς, για την SIEMENS Τηλε-βιομηχανική ΑΕ και ο Ηλίας Γεωργίου για την SIEMENS AE.

Το συνολικό προϋπολογιζόμενο τίμημα της ΠΣ 8002 ανερχόταν στο ποσό των 464,5 εκ Ευρώ (158 δις δρχ.) και θα προέκυπτε από το συνολικό ποσό των επιμέρους Εκτελεστών Παραγγελιών.

Προς διασφάλιση των συμφερόντων του ΟΤΕ στην ως άνω ΠΣ 8002 περιλήφθηκαν τρεις ρήτρες, η εφαρμογή των οποίων σε ετήσια βάση θα διασφάλιζε το συμφέρον του Οργανισμού.

Συγκεκριμένα, οι οικονομικοί όροι της ΠΣ διαμορφώνονται ως εξής:

- Η ρήτρα της κατάθεσης ανταγωνιστικής προσφοράς, σύμφωνα με την οποία αν οποιοσδήποτε άλλος προμηθευτής προσέφερε κάποιο από τα υλικά σε χαμηλότερη τιμή, θα έπρεπε ο Οίκος να μειώσει την τιμή σε αυτή του ανταγωνιστή Οίκου.

- Η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου πελάτη, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία Price Waterhouse είχε αναλάβει να ελέγχει είκοσι και πλέον οργανισμούς και προμηθευτές ώστε να διαπιστώνεται ότι οι τιμές στις οποίες αγόραζε ο ΟΤΕ από την SIEMENS ήταν στο κατώτατο εύρος ορίων τιμών που πουλούσε η εταιρεία.

- Η ρήτρα κοστολογικού ελέγχου. Βάσει αυτής της ρήτρας του οποίου θα διενεργούνταν κάθε χρόνο, μετά από κάθε εκτελεστή παραγγελία, κοστολογικός έλεγχος στα οικονομικά στοιχεία του προμηθευτή ώστε να υπολογιστεί το περιθώριο κέρδους και να μην υπάρχει αθέμιτο κέρδος.

Η σωστή εφαρμογή των ως άνω τριών ρητρών θα είχε ως αποτέλεσμα την διαρκή μείωση των τιμών, οι οποίες άλλωστε είχαν συμφωνηθεί ως ανώτατες προσωρινές και διαρκώς θα μειωνόταν. Ο στόχος των ρητρών ήταν να διασφαλίζουν ότι ο ΟΤΕ θα αγόραζε σε τιμές, οι οποίες θα έμοιαζαν σε αυτές που θα επιτύγχαναν αν προμηθευόταν εκάστη φορά κατόπιν διαγωνισμού.

Στόχος ήταν η ΠΣ 8002 να υλοποιηθεί σε πέντε ετήσιες εκτελεστές παραγγελίες. Η τιμή των υλικών θα διαμορφωνόταν μετά το πέρας εκάστης παραγγελίας και κατόπιν της εφαρμογής των ρητρών οπότε κατά κανόνα θα γινόταν και η καταβολή. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο που θα διαπιστωνόταν κάποια υπερτιμολόγηση θα μπορούσε ο ΟΤΕ να ζητήσει ανάλογη αποζημίωση.

Για την υλοποίηση της Προγραμματικής Συμφωνίας 8002 υπογράφηκαν οι κάτωθι Εκτελεστές Παραγγελίες:

Η Α΄ ΕΠ. υπογράφηκε στις 15.12.1997, μαζί δηλαδή με την υπογραφή της σύμβασης και η αξία των υλικών ανήλθε τελικά στο ποσό των 261.951.577,40 Ευρώ.

Η Β΄ ΕΠ υπογράφηκε στις 15.11.1999 και η αξία των υλικών της ανήλθε στο ποσό των 122.561.995,60 Ευρώ.

Η Γ΄ ΕΠ υπογράφηκε στις 04.08.2000 και η αξία των υλικών της ανήλθε στο ποσό των 76.390.315,48 Ευρώ.

Η Δ΄ ΕΠ υπογράφηκε στις 7.11.2000 και η αξία των υλικών της ανήλθε στο ποσό των 112.877.476, 16 Ευρώ.

Η Ε΄ ΕΠ υπογράφηκε στις 18.07.2001 και η αξία των υλικών της ανήλθε στο ποσό των 86.104.181,95 Ευρώ.

Η ΣΤ΄ ΕΠ υπογράφηκε στις 29.7.2002 και η αξία των υλικών της ανήλθε στο ποσό των 33.114.000, 00 Ευρώ. Επρόκειτο για την εκτελεστή παραγγελία που αφορούσε το τηλεπικοινωνιακό υλικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η οποία δεν ήταν εξαρχής προγραμματισμένη καθότι το θέμα της προμήθειας του ως άνω υλικού δεν είχε προβλεφθεί αλλά το 2002 κρίθηκε ότι έπρεπε να γίνει η προμήθειά του κατά τους όρους της ΠΣ. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ έλαβε την ανάλογη απόφαση στις 18-6-2002.

Το συνολικό δε κόστος των έξι ΕΠ ανήλθε τελικά στο ποσό των 692.999.546, 59 Ευρώ.

Στο πλαίσιο υλοποίησης της Π.Σ. 8002 συστάθηκε η επιτροπή Αξιολόγησης της ως άνω Προγραμματικής Σύμβασης, η οποία αποτελούνταν από στελέχη του ΟΤΕ, αντιπροσώπους του προμηθευτή καθώς και από μέλη του ανεξάρτητου συμβούλου, της Price Waterhouse Coopers.

Κατά τον πρώτο χρόνο υλοποίησης της Προγραμματικής Συμφωνίας 8002 ο ΟΤΕ εμφάνισε έσοδα και πέτυχε την ψηφιοποίηση του δικτύου σε ποσοστό 74% περίπου σε σχέση με το 40% που ήταν πριν την έναρξη ισχύος της Προγραμματικής Συμφωνίας 8002. Άρχισε έτσι και τις πρώτες συζητήσεις για την είσοδο του στο Χρηματιστήριο της Νέα Υόρκης, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τα τέλη το 1998.

Περαιτέρω δε, ο Οργανισμός προχώρησε σε επενδύσεις αγοράζοντας το Μάρτιο του 1998, το 90% του αντίστοιχου τηλεπικοινωνιακού Οργανισμού της Αρμενίας (Αrmentel) και τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους αγοράζει το 35% των μετοχών του αντίστοιχου Οργανισμού της Ρουμανίας (Rom Telecom).

Κατά το έτος 2000 αρχίζουν να διαπιστώνονται προβλήματα υπέρμετρης παραγγελίας τηλεπικοινωνιακού υλικού. Αποδεικνύεται ότι ο Οργανισμός ενέκρινε την εκάστοτε επόμενη παραγγελία, ζητώντας και εφεδρικό υλικό σε ποσοστό 7% χωρίς να ελέγχει αν αυτό είναι απαραίτητο. Αποτέλεσμα ήταν, όπως κατατέθηκε στην εξεταστική επιτροπή, «οι αποθήκες του ΟΤΕ να έχουν γεμίσει άχρηστο και ίσως απαξιωμένο τεχνολογικά υλικό». Αποτέλεσμα της διενέργειας αυτού του ελέγχου ήταν να μειωθεί ο προϋπολογισμός του επομένου έτους κατά το ήμισυ του περίπου από τον τότε Διευθύνοντα Ν. Μανασή.

Η εφαρμογή των ως άνω τριών ρητρών που μπήκαν για την διασφάλιση των συμφερόντων του Οργανισμού, στην πράξη απεδείχθη δύσκολη έως αδύνατη.

Εξ αρχής δε, για υλικά για τα οποία είχε διεξαχθεί παλαιότερα διαγωνισμός, χρησιμοποιήθηκε ως τιμή βάσης η τιμή που είχε επιτύχει ο ΟΤΕ σε αυτόν τον διαγωνισμό, η οποία διαρκώς θα έπρεπε να μειώνεται. Ωστόσο δεδομένης της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας (και του γεγονότος πως την εποχή που ο ΟΤΕ είχε ψηφιοποιήσει λιγότερο από το 40% του δικτύου του, άλλα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ολοκληρώσει την ψηφιοποίηση τους και ήδη άρχιζαν οι συζητήσεις για την ευρυζωνικότητα), τα υλικά αυτά ενδέχεται ήδη να είχαν υποτιμηθεί τεχνολογικά άρα και οικονομικά.

Περί της εφαρμογής δε των ρητρών ανέκυψαν τα εξής:

Α) ρήτρα περί ανταγωνιστικής προσφοράς:

Η εφαρμογή της ιδιαίτερα αυτής σημαντικής ρήτρας που θα μετέτρεπε την διαδικασία προμήθειας δια των Προγραμματικών Συμφωνιών, σε μία οιονεί διαγωνιστική διαδικασία, επιτρέποντας σε οποιονδήποτε τρίτο προμηθευτή να υποβάλλει προσφορά και τον προμηθευτή να προσαρμόζει την τιμή του στην τιμή αυτής της προσφοράς, αποδείχθηκε παντελώς αδύνατη στην πράξη.

Το ανωτέρω συνέβη καθότι, δεδομένης της υπογραφής Προγραμματικών Συμφωνιών, οι οίκοι των προμηθευτών, εξασφάλιζαν συνεχή ροή υλικών στον ΟΤΕ και μάλιστα με συγκεκριμένη σειρά. Καθίστατο εξ αυτού του λόγου αδύνατο για τον οιονδήποτε τρίτο προμηθευτή να υποβάλλει προσφορά εφόσον ούτε τις ανάγκες του οργανισμού γνώριζε αλλά ούτε και το επίπεδο συμβατότητας των προϊόντων του με τα ήδη εγκαθιστάμενα.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα της ως άνω ρήτρας ήταν να προκαλέσει ο ίδιος ο ΟΤΕ ανταγωνιστική προσφορά για συγκεκριμένα υλικά δίνοντας τις απαιτούμενες προδιαγραφές, κάτι το οποίο δεν έπραττε και περιοριζόταν τυπικά να αναφέρει στα πρώτα πρακτικά των επιτροπών Αξιολόγησης της ΠΣ 8002 ότι «σημειώνεται ότι για το έτος δεν κατατέθηκε ανταγωνιστική προσφορά».

Η πραγματική κατάσταση αναδείχθηκε αρκετά αργότερα, τουλάχιστον το 2001, οπότε ο τότε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΤΕ κ. Νικόλαος Μανασής ενεργοποίησε, όπως κατέθεσε στην εξεταστική επιτροπή, για πρώτη φορά τη ρήτρα, (προκαλώντας ο ίδιος ανταγωνιστική προσφορά) η οποία παρέμενε γράμμα κενό τα προηγούμενα έτη. (Νο 9 πρακτικό Επιτροπής Αξιολόγησης 15.01.2001)

Β) Η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου πελάτη

Η εν λόγω ρήτρα όπως και η προηγούμενη από μόνη της δεν θα μπορούσε να σταθεί δεδομένου του απορρήτου που καλύπτει τις συμβάσεις προμήθειας των Οργανισμών Τηλεπικοινωνιών, οπότε οι τιμές θα υπολογίζονταν μόνο κατά δήλωση των προμηθευτών. Προκειμένου να μπορέσει ο ΟΤΕ να προβεί στην εφαρμογή της ως άνω ρήτρας ανέθεσε στην εταιρεία Price Waterhouse Coopers τη διενέργεια έρευνας συγκριτικής αναγωγής αξιολόγησης, προκειμένου να συγκεντρώνει βάσει του κύρους και των πηγών της, εύρη τιμών για πλήθος νέων υλικών. Σε περίπτωση δε που ο ΟΤΕ προμηθευόταν σε τιμές, που δεν βρισκόταν στα κατώτατα ορισμένα επίπεδα του εύρους τιμών, ο Προμηθευτής υποχρεούταν να δώσει την ανάλογη έκπτωση.

Κατά την πρώτη δε Συνεδρίαση της επιτροπής Αξιολόγησης της Προγραμματικής Συμφωνίας 8002, στις 25.11.1998, αποφασίστηκαν τα υλικά που θα δινόταν για έρευνα συγκριτικής αναγωγής και αξιολόγησης και διαπιστώθηκε ότι έφθαναν μόλις το 20-25 % του τιμήματος της Α΄ ΕΠ. Ζητήθηκε τότε η άποψη του Ανεξαρτήτου Συμβούλου της Price Waterhouse Coopers, οι αντιπρόσωποι της οποίας δήλωσαν ότι: «με δεδομένη την ύπαρξη μηχανισμών και εργαλείων στην ΠΣ, θεωρεί εύλογο το ποσοστό του 20-25% των υλικών και υπηρεσιών που δίδεται για έρευνα συγκριτικής αναγωγής-αξιολόγησης».

Γ) Η ρήτρα του κοστολογικού ελέγχου

Συνίστατο στην υποχρέωση του προμηθευτή να δέχεται κάθε χρόνο πρόσβαση διοριζομένων από τον ΟΤΕ ελεγκτών, στα λογιστικά και οικονομικά του στοιχεία, προκειμένου να υπολογίζεται αν το περιθώριο κέρδους του είναι μέσα στα νόμιμα όρια και να αποφεύγονται οι υπερκοστολογήσεις σε βάρος του ΟΤΕ.

Την διενέργεια των κοστολογικών ελέγχων ανέλαβαν ελεγκτικές εταιρείες διεθνούς κύρους, ενώ κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Αξιολόγησης της ΠΣ 8002 δεν διενεργήθηκε κοστολογικός έλεγχος για το 1999, καθότι κρίθηκε ότι η Α΄ ΕΠ είχε διετή διάρκεια και άρα για το 1999 θα έμεναν οι τιμές σταθερές, Τον πρώτο δε έλεγχο διενήργησε η Arthur Andersen, ενώ τον έλεγχο για τις 5, 6 ΕΠ η Price Waterhouse ελεγκτική.

Κατά την εκτέλεση ωστόσο της σύμβασης για την διεξαγωγή της έρευνας συγκριτικής αναγωγής αξιολόγησης, που είχε αναλάβει η Price Waterhouse Coopers Γερμανίας και η οποία χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της ως υπεργολάβο την αντίστοιχη ελληνική εταιρεία, είχε προσληφθεί και η εταιρεία FICHTNER. Η ως άνω εταιρεία απασχολούσε μηχανικούς προκειμένου να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι των αντιστοίχων ερευνών.

Η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιούσε ως αντιπρόσωπο στην Ελλάδα τον κ. Παντελεήμονα Καράκωστα, μηχανικό, ο οποίος, στις 02.11.1998 φαίνεται να δέχεται έμβασμα ποσού 200.000 Γερμανικών Μάρκων, από το λογαριασμό του πρώην στελέχους της SIEMENS Ηλία Γεωργίου, στον οποίο έχει ήδη ασκηθεί δίωξη για απάτη σε βάρος του δημοσίου και δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση για την εν λόγω σύμβαση 8002. Παράλληλα ο ίδιος ο κ. Παντελεήμων Καρακώστας φέρεται ως εμπλεκόμενος και σε άλλες παράνομες χρηματικές πληρωμές.

Επιπρόσθετα, από το προσωπικό του αρχείο που κατασχέθηκε κατόπιν αντίστοιχης εισαγγελικής παραγγελίας, βρέθηκε αριθμός σημειωμάτων, επιστολών και φαξ με αναφορές όχι μόνο στις ως άνω διενεργηθείσες έρευνες αγοράς αλλά και τους κοστολογικούς ελέγχους της 5ης και 6ης ΕΠ που διενεργήθηκαν από την Price Waterhouse Ελεγκτική, όπως επίσης και πλήθος επαφών του τόσο με τα μέλη της εταιρείας αλλά και των προμηθευτών οίκων (Μαυρίδης) και του ΟΤΕ, για την συνεννόηση των οποίων φαίνεται να μεσολαβεί.

Στις 27.08.2010 ασκήθηκε σε βάρος του κ. Παντελεήμονα Καράκωστα, ποινική δίωξη για ενεργητική δωροδοκία κατ΄ εξακολούθηση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και για επιδιωκόμενο όφελος άνω των 150.000 ευρώ ενώ του έχει απαγορευθεί η έξοδος από την χώρα.

Αναλυτική αναφορά για την Προγραμματική Συμφωνία 8002 και τις έξι εκτελεστές παραγγελίες της, σχετικά με τη διακίνηση άνομου χρήματος από στελέχη της SIEMENS σε στελέχη του ΟΤΕ και πολιτικά πρόσωπα γίνεται στην ομόφωνη πορισματική αναφορά (βλ. σχετ. 5, η υπ’αριθμ. 216/21.09.2010 ομόφωνη πορισματική αναφορά).

Κατά την ανακριτική διαδικασία ενώπιον της εξεταστικής ο κ. Αναστάσιος Μαντέλης, υπουργός Μεταφορών του 1998 και υψηλόβαθμο στέλεχος του ΟΤΕ κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ομολογεί ότι είναι ο πραγματικός δικαιούχος του λογαριασμού Α. ROCOS, καθώς επίσης και ότι στις 02.11.1998, σχεδόν ένα έτος μετά την υπογραφή της Προγραμματικής Συμφωνίας 8002, δέχθηκε έμβασμα 200.000 ΓΜ από την εταιρεία SIEMENS ως πολιτική χορηγία. Από τα στοιχεία κίνησης του ως άνω λογαριασμού αποδεικνύεται ότι το έμβασμα προήλθε από τους λογαριασμούς του Ηλία Γεωργίου που εμπλεκόταν στην διακίνηση χρημάτων για παράνομες πληρωμές. Από τον ίδιο λογαριασμό φαίνεται να δέχεται και ένα δεύτερο έμβασμα 250.000 Γ Μ του οποίου την αιτιολογία ο Αναστάσιος Μαντέλης δεν γνωρίζει.

Κατά του Αναστασίου Μαντέλη ασκήθηκε άμεσα ποινική δίωξη και με διάταξη απαγορεύτηκε η έξοδος του από τη χώρα.

Σήμερα η ανακριτική διαδικασία είναι σε εξέλιξη και διενεργείται από την ειδική Εφέτη Ανακρίτρια κ. Νικολακέα.

Η 31.12.1997 ήταν η καταληκτική ημερομηνία – σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – με την οποία παρείχετο στην Ελλάδα η δυνατότητα να συνάπτει Προγραμματικές Συμβάσεις. Στο πλαίσιο εφαρμογής αυτής της οδηγίας η Διοίκηση του ΟΤΕ προέβη στις παρακάτω ενέργειες:

i. Συγκρότησε Επιτροπή Διαπραγμάτευσης από τους συμβούλους κ.κ. Γιώργο Χρυσολούρη, Γιώργο Ορφανό, τους Γενικούς Δ/ντές κ.κ. Γιώργο Σκαρπέλη, Χρήστο Καζαντζή και τον Ε. Κυριαζή. Σκοπός της Επιτροπής ήταν να διαπραγματευθεί με τους οίκους INTRACOM ΑΕ, ΣΙΕΜΕΝΣ ΤΗΛΕ ΑΕ και άλλους για να διερευνήσει τις προϋποθέσεις πιθανής σύναψης προγραμματικών συμφωνιών για την κάλυψη των αναγκών του ΟΤΕ, όπως αυτές περιγράφονταν στο επιχειρησιακό σχέδιο 1997-2000 και στο έκτακτο επενδυτικό πρόγραμμα 1997-1998 (βλ. σχετ. 6, απόφαση 2523/31.07.1997).

ii. Αποφάσισε να χρησιμοποιηθεί για αυτόν τον σκοπό σύμβουλος ο οίκος PRICE WATERHOUSE.

iii. Αποφάσισε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για την σύναψη προγραμματικών συμφωνιών σχετικά με την προμήθεια υλικών δικτύου και Η/Π υλικού. Στις σχετικές διαπραγματεύσεις ως προς τις τιμές αποφασίστηκε να ισχύσουν οι τιμές της τελευταίας σύμβασης, ανά είδος υλικού (βλ. σχετ. 7, απόφαση 2528/7.10.1997).

iv. Ενέκρινε το πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών όπως αυτό περιγραφόταν στην εισήγηση των υπηρεσιακών παραγόντων και συμφώνησε, αυτό να αποτελέσει τη βάση για διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές (βλ. σχετ. 8, απόφαση 2532/23.10.1997).

v. Εξουσιοδότησε την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης και τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες να προχωρήσουν στην τελική διαπραγμάτευση για τη σύναψη προγραμματικών συμφωνιών που αφορούσε την ψηφιοποίηση του δικτύου και να υποβάλλουν σχετική εισήγηση στο Δ.Σ του ΟΤΕ (βλ. σχετ. 9, απόφαση 2542/02.12.1997).

Στις 07.12.1997 η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης υπέβαλε το πόρισμά της στη Διοίκηση του ΟΤΕ.

Στις 09.12.1997 η Διοίκηση του ΟΤΕ με την υπ΄ αριθμό 2544 (βλ. σχετ. 10, απόφαση 2544/09.12.1997) απόφασή της ενέκρινε τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης με τους οίκους ΣΗΜΕΝΣ ΤΗΛΕ ΑΕ και INTRACOM για τη σύναψη Προγραμματικών Συμφωνιών πενταετούς διάρκειας (1998-2002) και εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο και Δ/ντα Σύμβουλο του ΟΤΕ για την υπογραφή τους. Ενέκρινε επίσης την απαιτούμενη δαπάνη για το σύνολο των προγραμματικών συμφωνιών 381 δις. δρχ. (1.118 εκατ. ευρώ), τα οποία κατανεμήθηκαν 158,3 δις. δρχ. (464,5 εκατ. ευρώ) στη SIEMENS και 222,7 δις. δρχ. (653,6 εκατ. ευρώ) στην INTRACOM.

Στις 15.12.1997 υπογράφηκε η «Προγραμματική Συμφωνία 8002» μεταξύ του ΟΤΕ και της SIEMENS AE, η οποία αφορούσε την προμήθεια υλικού, λογισμικού και υπηρεσιών για την ψηφιοποίηση του δικτύου. Για τον ΟΤΕ υπέγραψε ο τότε Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος κ. Δημήτρης Παπούλιας και για τον προμηθευτή οι κκ. Ludwig Zasper και κ. Νικόλαος Τατσικάς από την SIEMENS Τηλεβιομηχανική ΑΕ και ο κ. Γεωργίου Ηλίας από την Siemens A.E. Το συνολικό τίμημα της συμφωνίας, που είχε προϋπολογισθεί, ανερχόταν σε 158.018.800.000 δρχ. Το τελικό τίμημα θα διαμορφωνόταν από το άθροισμα των επιμέρους τιμημάτων των εκτελεστών παραγγελιών που θα ακολουθούσαν και θα κάλυπτε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του αγοραστή.

Στις 23.12.1997 ο Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών κ. Αναστάσιος Μαντέλης με την υπ αριθμό 82961 απόφασή του ενέκρινε την «Προγραμματική Συμφωνία 8002».

Η «Προγραμματική Συμφωνία 8002» με τη SIEMENS είχε αρχικά αποφασιστεί να υλοποιηθεί με πέντε (5) εκτελεστές παραγγελίες μία για κάθε έτος (1998-2002) και με συγκεκριμένα υλικά. Είχε επίσης προβλεφθεί μέρος των υλικών να προμηθευτούν με τον προσφορότερο τρόπο (διαγωνισμό ή άλλο τρόπο).

Τελικά για την υλοποίηση των προγραμματικών συμφωνιών έγιναν έξι (6) εκτελεστές παραγγελίες συνολικής αξίας 629,9 εκατ. €, αφού κρίθηκε να ενταχθούν οι ανάγκες σε τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό του ΟΤΕ, για την κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, στις προγραμματικές συμφωνίες και να μη γίνει διαγωνισμός.

Στις 28.11.2002 ο κ. Γεώργιος Σκαρπέλης εντεταλμένος αντιπρόεδρος του ΟΤΕ με το υπ’αριθμ. 62/3686030 έγγραφό του προς το Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, τμήμα Κοινοβουλευτικού Ελέγχου σχετικά με το περιεχόμενο της ερώτησης του βουλευτή κ. Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη καταγράφει στοιχεία που αφορούν την υλοποίηση των προγραμματικών συμφωνιών. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «οι προσαυξήσεις» (σε σχέση με τα αρχικώς εγκριθέντα τιμήματα) έγιναν με αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων του ΟΤΕ (βλ. σχετ. 11 το υπ’αριθμ. 62/368603/28.11.2002 έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών).

Η Διοίκηση του ΟΤΕ και οι Γενικοί Διευθυντές κ. Χρήστος Μαλαπάνης και κ. Γεώργιος Γεωργίτσης, που διεξήγαγαν τις διαπραγματεύσεις με την SIEMENS και τον εκπρόσωπό της κ. Πρόδρομο Μαυρίδη, προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της εταιρείας. Η αρμόδια διεύθυνση επικαλείτο τον κανονισμό προμηθειών και κατέθετε αιτήσεις προμήθειας με τις δικές της προτάσεις, τις οποίες υπέγραφε και ο κ. Χρήστος Μαλαπάνης. Η Διοίκηση του κ. Αντωνακόπουλου μπροστά στην άρνηση της αρμόδιας Διεύθυνσης να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της SIEMENS άφησε το θέμα σε εκκρεμότητα αναμένοντας τα αποτελέσματα των επερχόμενων εκλογών.

Στις 25.02.2004 με έγγραφό του προς τον Γ. Διευθυντή Χρηματοοικονομικών Θεμάτων του ΟΤΕ κ. Παναγιώτη Ταμπούρλο, ο Γ. Διευθυντής Τεχνικών Θεμάτων κ. Χρήστος Μαλαπάνης εκτίμησε ότι το κόστος των υπηρεσιών της τεχνικής υποστήριξης που είχαν παρασχεθεί από τους προμηθευτές οίκους για το έτος 2003 δεν υπερέβησαν τα 15 εκατ. € (βλ. σχετ. 12, υπ’ αριθμ. 20/480463 στις 25.02.2004).

Στις 19.07.2004 ο Γενικός Διευθυντής Τεχνικών Θεμάτων κ. Χρήστος Μαλαπάνης χωρίς να έχει συνεργαστεί με την αρμόδια Διεύθυνση του Οργανισμού, εισηγήθηκε στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΟΤΕ κ. Παναγή Βουρλούμη να ζητήσει από το ΔΣ του ΟΤΕ να τον εξουσιοδοτήσει ώστε εκείνος:

(α) να υπογράψει συμβάσεις για την παροχή τεχνικής υποστήριξης με SIEMENS, INTRACOM& ANKO από 01.07.2004 έως 31.12.2005 μέχρι του ποσού 25 εκατ. € ανά έτος,

(β) να κοστολογήσει η Διεύθυνση Τεχνικών Θεμάτων τις παρασχεθείσες υπηρεσίες από 1.1.03 μέχρι 30.6.2004 και

(γ) να κοστολογήσει η ίδια διεύθυνση τις υπόλοιπες απαιτήσεις των οίκων για παρασχεθείσες υπηρεσίες, που δεν περιλαμβάνονταν σε προϋπάρχουσες συμφωνίες. (βλ. σχετ. 13, η υπ’ αριθμ. 480702/19.07.2004 Εισήγηση κ. Χρήστου Μαλαπάνη).

Στις 21.07.2004 το ΔΣ του ΟΤΕ αφού έλαβε υπόψη του την εισήγηση του κ. Χρήστου Μαλαπάνη αποφάσισε μετά από συζήτηση να συγκροτήσει Επιτροπή αποτελούμενη από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και από τους συμβούλους κ. Απόστολο Μπαράτση και κ. Γιώργο Μπήτρο την οποία εξουσιοδότησε να διαπραγματευθεί:

(α) με τις εταιρείες SIEMENS, INTRACOM & ANKO το τίμημα των υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης που παρεσχέθησαν στον ΟΤΕ από 01.01.2003 έως και 30.06.2004,

(β) τους όρους συμβάσεων παροχής τεχνικής υποστήριξης από τις εταιρείες για την χρονική περίοδο 01.07.2004 έως 31.12.2005 και

να υποβάλει σχετική εισήγηση (βλ. σχετ. 14, η υπ. Αριθμ. 2711/21.07.2004 απόφαση).

Στις 13.09.2004 ανακοινώθηκε (ΦΕΚ αρ.11392/2004) η εκλογή του κ. Δημητρίου (νομικός σύμβουλος του κ. Αλογοσκούφη) ως νέο μέλος του ΔΣ του ΟΤΕ, στη θέση του κ. Απόστολου Μπαράτση που είχε παραιτηθεί.

Στις 29.09.2004 ο κ. Παναγής Βουρλούμης γνωστοποίησε στο ΔΣ του ΟΤΕ ότι ανέθεσε να δώσει λύση για το οφειλόμενο ποσό και τους όρους σύμβασης παροχής υπηρεσιών, από τις προμηθεύτριες εταιρείες, στο νέο Διευθυντή Τεχνικών Θεμάτων κ. Γιώργο Ιωαννίδη, που διαδέχτηκε τον παραιτηθέντα κ. Χρήστο Μαλαπάνη. Μετά από αυτήν την απόφαση του κ. Παναγή Βουρλούμη η Επιτροπή, που είχε συγκροτηθεί με απόφαση του ΔΣ στις 21.07.2004 κατέστη ανενεργός.

Στις 08.11.2004 ο Προϊστάμενος Δ/νσης Διαχείρισης Δικτύου και Συντήρησης του ΟΤΕ κ. Νικήτας Μπαριτάκης και οι επτά (7) Υποδιευθυντές της Διεύθυνσης έστειλαν ενημερωτικό σημείωμα προς τη Διοίκηση του ΟΤΕ, όπου πρότειναν ως τίμημα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης το ποσό των 26.500.000 €. Ειδικότερα πρότειναν 12.000.000 € για τη Siemens, 14.000.000 € για την INTRACOM και 500.000 € για την ΑΝΚΟ. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες υπογράμμισαν ότι: «Η Διεύθυνση Διαχείρισης Δικτύου και Συντήρησης θεωρεί ότι το ποσό των 40.000.000 € για τα δύο έτη χωρίς ουρές, που προκύπτει από τους προϋπολογισμούς των ετών 2003-2004 (15+25 εκ. Ευρώ αντίστοιχα) προσεγγίζει τη λύση του προβλήματος, αδυνατεί όμως να το αιτιολογήσει από τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της και επιπλέον ότι η ρύθμιση αυτή, ξεφεύγει από τις δικές της αρμοδιότητες, εξαιτίας του ύψους του ποσού που εμπίπτει στις αρμοδιότητες του ΔΣ ΟΤΕ» (βλ. σχετ. 15, το υπ’ αριθμ. 62/372137/08.11.2004 ενημερωτικό σημείωμα της Διεύθυνσης Διαχείρισης).

Στις 07.12.2004 οι κ.κ. Πρόδρομος Μαυρίδης, Γενικός Διευθυντής Τηλεπικοινωνιών & Πληροφορικής της SIEMENS και Αλέξανδρος Αθανασιάδης, Οικονομικός Διευθυντής Τηλεπικοινωνιών & Πληροφορικής της Siemens απέστειλαν επιστολή στον κ. Παναγή Βουρλούμη από την οποία φαίνεται ότι τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για το τίμημα των υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης τις διεξήγαγε ο Πρόεδρος του ΟΤΕ. Σε αυτήν την επιστολή ο κ. Πρόδρομος Μαυρίδης ζητούσε για τις υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης το ποσόν των 18.000.000€ πλέον ΦΠΑ.

Στις 17.12.2004 το ΔΣ του ΟΤΕ:

(α) ενέκρινε την καταβολή για υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης για το 2004 σε SIEMENS και INTRACOM 18 εκατ. € και 21 εκατ. € αντίστοιχα.

(β) Ανέθεσε απευθείας την τεχνική υποστήριξη για τα έτη 2005 μέχρι 2007 με τίμημα που για κάθε προμηθευτή δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ετήσιο τίμημα που είχε συμφωνηθεί για καθένα από τα έτη 2003 και 2004 (βλ. σχετ. 16, η υπ΄ αριθμ. 2719/17.12.2004 απόφαση ΔΣ του ΟΤΕ).

Με αυτόν τον τρόπο η Διοίκηση του ΟΤΕ καταλόγισε υπέρ της SIEMENS τίμημα 30% υψηλότερο από αυτό που είχε δοθεί για τα έτη 2005 μέχρι 2007 αυξάνοντας το υπερτίμημα για τη SIEMENS κατά περίπου 25 εκατ. €, χωρίς να έχει κάνει προηγούμενη εκτίμηση. Φαίνεται ότι υπήρχε εκ των προτέρων συμφωνία μεταξύ του κ. Παναγή Βουρλούμη και SIEMENS, αφού το τελικό τίμημα συμφωνεί με το ποσό που ζητούσε ο κ. Πρόδρομος Μαυρίδης με την επιστολή του στις 07.12.2004.

Στις 19.01.2005 απεστάλη προς τη Διοίκηση του ΟΤΕ η επιστολή του Συμβούλου του ΟΤΕ κ. Γιώργου Λιναρδάτου, ο οποίος καταψήφισε την πρόταση για ανάθεση τεχνικής υποστήριξης στις εταιρείες SIEMENS και INTRACOM αναφέροντας, ότι οι προτεινόμενοι οικονομικοί όροι, είναι ζημιογόνοι για την εταιρεία (βλ. σχετ. 17, η επιστολή του κ. Γιώργου Λιναρδάτου προς την Διοίκηση του ΟΤΕ στις 19.01.2005).

Στις 24.01.2005 ανακοινώθηκε από τον κ. Γιώργο Ιωαννίδη στον κ. Νικήτα Μπαριτάκη, ότι μετά από εισήγηση του κ. Παναγή Βουρλούμη αποφασίστηκε η αντικατάστασή του και του ζητήθηκε να φύγει την ίδια μέρα από το γραφείο του (βλ. σχετ. 18, κατάθεση κ. Νικήτα Μπαριτάκη στην Πταισματοδίκη, στις 07.03.2005). Η αντικατάσταση του κ. Νικήτα Μπαριτάκη οφείλετο στο γεγονός ότι αρνείτο να εφαρμόσει την απόφαση του Δ.Σ του ΟΤΕ, που ελήφθη κατά πλειοψηφία για να καταβληθούν στη SIEMENS 18.000.000 € για υπηρεσίες, οι οποίες είχαν παρεσχεθεί κατά τα έτη 2003-2004. Για τον ίδιο λόγο αντικαταστάθηκε την ίδια ημέρα και ο αναπληρωτής διευθυντής της ίδιας διεύθυνσης, κ. Αντώνης Κωνσταντινόπουλος. Η εισήγηση προς το ΔΣ είχε παραποιήσει την πρόταση της αρμόδιας διεύθυνσης, την οποία είχε υπογράψει ο κ. Νικήτας Μπαριτάκης και η οποία πρότεινε τίμημα 12.000.000 € για την παροχή τεχνικών υπηρεσιών για τα δύο χρόνια και όχι 18.000.000€ που είχε αποφασίσει η Διοίκηση του ΟΤΕ.

Στις 27.01.2005 συνεδρίασε το ΔΣ του ΟΤΕ, όπου συζητήθηκαν οι αντιρρήσεις του μέλους του ΔΣ κ. Γιώργου Λιναρδάτου. Δεν ελήφθη καμία τελική απόφαση, συμφωνήθηκε όμως να μην δοθούν προκαταβολές στις εταιρείες (βλ. σχετ. 19, υπ΄ αριθμ. 2721/27.01.2005 απόφαση ΔΣ ΟΤΕ).

Στις 07.07.2005 ανακοινώθηκε (ΦΕΚ αρ.7164/2005) ότι ο κ. Παναγής Βουρλούμης αναλαμβάνει Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΤΕ. Η νέα Διοίκηση συνέχισε μέσω απευθείας αναθέσεων τις παραγγελίες υλικών στη SIEMENS και INTRACOM, οι οποίες εκρίνοντο ως έκτακτες και συμπληρωματικές για τα ολυμπιακά έργα. Η SIEMENS θεωρούσε ότι αποτελούσαν συνέχιση της έκτης εκτελεστής παραγγελίας. Με αυτές τις ενέργειες παραβιαζόταν ο κανονισμός προμηθειών του Οργανισμού και γίνονταν σωρείες παρατυπιών. Με την υπ’ αριθμ. 62/289/13.07.2004 απόφαση του ΟΤΕ οι κ.κ. Χρήστος Αιβάζης, Χρήστος Μαλαπάνης, Γεώργιος Γεωργίτσης, Παναγής Βουρλούμης ενέκριναν την πληρωμή 1,6 εκατ. ευρώ στη SIEMENS για παροχή υπηρεσιών. Η συγκεκριμένη παροχή υπηρεσιών είχε εγκριθεί στις 21.05.2004, όμως η αίτηση προμήθειας της αρμόδιας Δ/νσης είχε υποβληθεί μεταγενέστερα στις 27.05.2004.

Στις 22.7.2005 ο Γενικός Διευθυντής Τεχνικών Θεμάτων κ. Γιώργος Ιωαννίδης εισηγήθηκε στον Πρόεδρο του ΟΤΕ να υπογράψει συμβάσεις τεχνικής υποστήριξης με τους οίκους για τα έτη 2005 μέχρι 2007 με τίμημα περίπου 30.000.000 € ετησίως (βλ. σχετ. 20, επιστολή Γενικού Διευθυντή Τεχνικών Θεμάτων Γιώργο Ιωαννίδη προς Πρόεδρο ΟΤΕ Παναγή Βουρλούμη στις 22.7.2005 αρ.πρωτ. 720821).

Στις 28.07.2005 η εισήγηση Ιωαννίδη έγινε δεκτή από όλα τα μέλη του ΔΣ του ΟΤΕ πλην του Συμβούλου Γ. Τσοβλά, ο οποίος διετύπωσε επιφυλάξεις, σχετικά με τις αμοιβές των Οίκων και το ύψος της καταβολής, για το πρώτο εξάμηνο του 2005 (βλ. σχετ. 21, απόφαση ΔΣ ΟΤΕ υπ. Αριθμ. 2732/28.07.2005).

Στις 20.10.2005 ανατέθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών η διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, για απιστία και παραγγελία για τη λήψη ανωμοτί καταθέσεων από τους κ.κ. Παναγή Βουρλούμη, Γιώργο Ιωαννίδη, Γεώργιο Γεωργίτση, Χρήστο Μαλαπάνη (βλ. σχετ. 22, παραγγελία Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ελένη Τουλουπάκη στις 20.10.2005, Α.Β.Μ. Π 2005/5)

Στις 27.01.2009 εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο απόφαση με την οποία εγένετο δεκτή η αγωγή του κ. Νικήτα Μπαριτάκη κατά του ΟΤΕ, με την οποία ο τέως Προϊστάμενος Διεύθυνσης Διαχείρισης Δικτύου και Συντήρησης ζητούσε την αποκατάσταση της τιμής του την βλαπτική συμπεριφορά της εταιρείας, εναντίον του, η οποία τον αντικατέστησε τα διευθυντικά του καθήκοντα (βλ. σχετ. 23, υπ. αριθμ. 565/2009 απόφαση). Οι αποφάσεις και των τριών βαθμίδων της δικαιοσύνης Πρωτοδικείου, Εφετείου, Αρείου Πάγου, δικαιώνουν τον κ. Νικήτα Μπαριτάκη και διατάσσουν την επαναφορά του στη θέση που κατείχε στον ΟΤΕ πριν από την απομάκρυνσή του. Ο κ. Παναγής Βουρλούμης αρνείται να εκτελέσει τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

Στις 27.12.2009 ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών πρότεινε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να παραπεμφθούν οι κ.κ. Παναγής Βουρλούμης, Γιώργος Ιωαννίδης, Γιώργος Μπήτρος και Παναγιώτης Ταμπούρλος με την κατηγορία της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απιστία, τις συναυτουργίας κατ΄ εξακολούθηση (βλ. σχετ. 24, υπόμνημα κ. Γιώργο Ιωαννίδη προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της 29.03.2010, σχετ. 25, υπόμνημα κ. Παναγιώτη Ταμπούρλου προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών στις 12.03.2010 και σχετ. 26 υπόμνημα κ. Παναγή Βουρλούμη προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών στις 11.03.2010).

Στις 19.5.2010 εκδόθηκε βούλευμα Πλημμελειοδικών Αθήνας, με το οποίο παραπέμπονται οι κ. κ. Παναγής Βουρλούμης και Γιώργος Ιωαννίδης για απιστία σε βαθμό κακουργήματος (βλ. σχετ. 27, υπ΄ αριθμ. 1693/10 Βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών).

http://www.kourdistoportocali.com/default.aspx?pageid=6311

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου